- δασονομία
- ηη εποπτεία και διαφύλαξη τών δασών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού 'Αγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασονομία — η η υπηρεσία φύλαξης των δασών: Η δασονομία διενεργεί ανακρίσεις για την πυρκαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασονομικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασονομία ή στον δασονόμο («δασονομικός σταθμός») 2. το αρσ. ως ουσ. δασονομικός ο υπάλληλος τού δασονομείου, ο δασονόμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασονομικά το σύνολο τών γνώσεων που αναφέρονται στα δάση… … Dictionary of Greek
Κράμερ — (Cramer). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών καλλιτεχνών, λογίων και επιστημόνων. 1. Βίλχελμ (Wilhelm, 1745 – 1799). Βιολιστής. Από πολύ μικρός έπαιζε βιολί με εξαιρετική δεξιοτεχνία, για την οποία βραβεύτηκε πολλές φορές. Σε ηλικία δεκαέξι ετών άρχισε … Dictionary of Greek
δασονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασονομία: Τα πλαίσια εκμετάλλευσης των δασών καθορίζονται από τη δασονομική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)